ερυσιπελατώδης — ες (AM ἐρυσιπελατώδης, ες) [ερυσίπελας] αυτός που μοιάζει με ερυσίπελας («ἐρυσιπελατώδεις φλεγμοναί», Διόσκ.). επίρρ... ἐρυσιπελατωδῶς (Α) με τρόπο ερυσιπελατώδη («ἐρυσιπελατωδῶς ἔχειν», Γαλ.) … Dictionary of Greek
ἐρυσιπελατώδει — ἐρυσιπελατώδης of the nature of masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἐρυσιπελατώδης of the nature of masc/fem/neut dat sg ἐρυσιπελατώδεϊ , ἐρυσιπελατώδης of the nature of dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρυσιπελατώδη — ἐρυσιπελατώδης of the nature of neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἐρυσιπελατώδης of the nature of masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἐρυσιπελατώδης of the nature of masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρυσιπελατῶδες — ἐρυσιπελατώδης of the nature of masc/fem voc sg ἐρυσιπελατώδης of the nature of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρυσιπελατώδεις — ἐρυσιπελατώδης of the nature of masc/fem acc pl ἐρυσιπελατώδης of the nature of masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρυσιπελατωδῶν — ἐρυσιπελατώδης of the nature of masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρυσιπελατωδῶς — ἐρυσιπελατώδης of the nature of adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρυσιπελατώδεσι — ἐρυσιπελατώδης of the nature of masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρυσιπελατώδους — ἐρυσιπελατώδης of the nature of masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek